- εὐλογοῦντας
- εὐλογέωspeak well ofpres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταριέμαι — και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, άομαι) 1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ὀπίσσω», Ομ. Οδ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
ЗААМВОННАЯ МОЛИТВА — Заамвомвонная молитва Заамвомвонная молитва [εὐχὴ ὀπισθάμβωνος, в рукописях также встречаются наименования εὐχὴ ἐπισθάμβωνος или τῆς ἀπολύσεως], молитва, читаемая священником в конце Божественной литургии, перед Пс 33. З. м. является… … Православная энциклопедия